εκσκάπτω

εκσκάπτω
(αόρ. (ε)ξέσκαψα, παθ. αόρ. εξεσκάφην) μετ.
1) выкапывать, откапывать; 2) рыть, прорывать, прокапывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκσκάπτω" в других словарях:

  • εκσκάπτω — (AM ἐκσκάπτω) 1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω 2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω …   Dictionary of Greek

  • αναρρήγνυμι — ἀναρρήγνυμι και ύω (Α) 1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι 2. ανορύσσω, εκσκάπτω 3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω 4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω 5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει 6. (για στόμα) κρατώ …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφή — η (Μ ἐκσκαφή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσκάπτω, εξόρυξη, εκχωμάτωση, εκβραχισμός, ξέσκαμμα …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»